- χαμαικοιτῇς
- χαμαικοιτέωlie on the groundpres subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαμαικοίτης — ὁ, Α χαμαιεύνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ὀρεσι κοίτης, πεδο κοίτης] … Dictionary of Greek
χαμαικοιτῶν — χαμαικοίτης masc gen pl χαμαικοιτέω lie on the ground pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαικοῖται — χαμαικοίτης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαικοίτη — χαμαικοίτης masc voc sg χαμαικοιτέω lie on the ground pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χαμαικοιτέω lie on the ground imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek
χαμαικοίτιον — τὸ, ΜΑ [χαμαικοίτης] κοίτη στο έδαφος … Dictionary of Greek
χαμαικοιτία — και εσφ. γρφ. χαμαικοιτεία, ἡ, Α [χαμαικοίτης] το να κοιμάται κανείς καταγής, στο έδαφος … Dictionary of Greek
χαμαικοιτώ — έω, ΜΑ [χαμαικοίτης] κοιμάμαι καταγής … Dictionary of Greek
χαμαιλεχής — ές, Α χαμαιεύνης*, χαμαικοίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. κοινο λεχής, ὀρει λεχής] … Dictionary of Greek
ԳԵՏՆԱԽՇՏԵԱՅ — ( ) NBH 1 0540 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c, 11c ա. ԳԵՏՆԱԽՇՏԵԱՅ ԳԵՏՆԱԽՇՏԻ. χαμαιεύνης, χαμαικοιτής, χαμαικοίτος humi cubans Որոյ խշտին է մերկ գետին, կամ անկողինն է որպէս զգազանաց հող մերկ. *Անկողինն աղքատաց գետնախշտեայ. Մծբ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)